- σταφυλοτόμον
- στᾰφῠλο-τόμον, τό,A knife for cutting the uvula, Paul. Aeg.6.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταφυλοτόμον — knife for cutting the uvula neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοτόμῳ — σταφυλοτόμον knife for cutting the uvula neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοτόμο — το / σταφυλοτόμον, ΝΑ χειρουργικό εργαλείο για την εκτέλεση σταφυλοτομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + τόμον (< τέμνω), πρβλ. βλεφαρο τόμον] … Dictionary of Greek